αγιστύς

αγιστύς
ἁγιστύς, (-ύος), η (Α) [ἁγίζω]
εξαγνιστική τελετή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἁγιστύν — ἁγιστύς ceremony fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …   Dictionary of Greek

  • αγίζω — ἁγίζω (Α) 1. καθαγιάζω, εξαγνίζω (κυρίως προσφέροντας θυσία) 2. μεσ. αντί ἅζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη ρίζα τών λέξεων ἄγος, ἐναγής, αλλά συνδέθηκε με το ἅγιος και δασύνθηκε. ΠΑΡ. αρχ. ἁγιστύς, ἁγιστεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”